- καφασωτός
- -ή, -όαυτός που έχει καφάσι: Έχει καφασωτά παράθυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφασωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει καφάσι, που έχει περιφραχθεί με καφάσι («καφασωτά παράθυρα») 2. αυτός που μοιάζει με καφάσι, ο δικτυωτός 3. το ουδ. ως ουσ. το καφασωτό α) το δικτυωτό πλέγμα τών παραθύρων β) το δικτυωτό παράθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφάσι +… … Dictionary of Greek
ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό ξύλινο πλέγμα (αποδίδεται σε παράθυρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καφασωτός < καφασώνω] … Dictionary of Greek